ηπατικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ηπατικός • (ipatikós) m (feminine ηπατική, neuter ηπατικό)
Declension
[edit]Declension of ηπατικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηπατικός • | ηπατική • | ηπατικό • | ηπατικοί • | ηπατικές • | ηπατικά • |
genitive | ηπατικού • | ηπατικής • | ηπατικού • | ηπατικών • | ηπατικών • | ηπατικών • |
accusative | ηπατικό • | ηπατική • | ηπατικό • | ηπατικούς • | ηπατικές • | ηπατικά • |
vocative | ηπατικέ • | ηπατική • | ηπατικό • | ηπατικοί • | ηπατικές • | ηπατικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ηπατικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ηπατικός, etc.) |
Related terms
[edit]- ήπαρ n (ípar, “liver”)