Jump to content

ημιφορτηγό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ημι- (imi-, half) +‎ φορτηγό (fortigó, lorry)

Noun

[edit]

ημιφορτηγό (imifortigón (plural ημιφορτηγά)

  1. pickup truck

Declension

[edit]
singular plural
nominative ημιφορτηγό (imifortigó) ημιφορτηγά (imifortigá)
genitive ημιφορτηγού (imifortigoú) ημιφορτηγών (imifortigón)
accusative ημιφορτηγό (imifortigó) ημιφορτηγά (imifortigá)
vocative ημιφορτηγό (imifortigó) ημιφορτηγά (imifortigá)