Jump to content

ηλιόφιλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ηλιόφιλος (iliófilosm (feminine ηλιόφιλη, neuter ηλιόφιλο)

  1. heliophilous

Declension

[edit]
Declension of ηλιόφιλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηλιόφιλος (iliófilos) ηλιόφιλη (iliófili) ηλιόφιλο (iliófilo) ηλιόφιλοι (iliófiloi) ηλιόφιλες (iliófiles) ηλιόφιλα (iliófila)
genitive ηλιόφιλου (iliófilou) ηλιόφιλης (iliófilis) ηλιόφιλου (iliófilou) ηλιόφιλων (iliófilon) ηλιόφιλων (iliófilon) ηλιόφιλων (iliófilon)
accusative ηλιόφιλο (iliófilo) ηλιόφιλη (iliófili) ηλιόφιλο (iliófilo) ηλιόφιλους (iliófilous) ηλιόφιλες (iliófiles) ηλιόφιλα (iliófila)
vocative ηλιόφιλε (iliófile) ηλιόφιλη (iliófili) ηλιόφιλο (iliófilo) ηλιόφιλοι (iliófiloi) ηλιόφιλες (iliófiles) ηλιόφιλα (iliófila)

Antonyms

[edit]
[edit]