ηλεκτροτυπία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ηλεκτροτυπία • (ilektrotypía) f (plural ηλεκτροτυπίες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτροτυπία (ilektrotypía) | ηλεκτροτυπίες (ilektrotypíes) |
genitive | ηλεκτροτυπίας (ilektrotypías) | - |
accusative | ηλεκτροτυπία (ilektrotypía) | ηλεκτροτυπίες (ilektrotypíes) |
vocative | ηλεκτροτυπία (ilektrotypía) | ηλεκτροτυπίες (ilektrotypíes) |
Related terms
[edit]- ηλεκτροεπιμετάλλωση f (ilektroepimetállosi, “electrotyping”)
- and see: ηλεκτρισμός m (ilektrismós, “electricity”)
Further reading
[edit]- Ηλεκτροεπιμετάλλωση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el