Jump to content

ηλεκτροτυπία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ηλεκτροτυπία (ilektrotypíaf (plural ηλεκτροτυπίες)

  1. (printing) electrotype

Declension

[edit]
singular plural
nominative ηλεκτροτυπία (ilektrotypía) ηλεκτροτυπίες (ilektrotypíes)
genitive ηλεκτροτυπίας (ilektrotypías) -
accusative ηλεκτροτυπία (ilektrotypía) ηλεκτροτυπίες (ilektrotypíes)
vocative ηλεκτροτυπία (ilektrotypía) ηλεκτροτυπίες (ilektrotypíes)
[edit]

Further reading

[edit]