Jump to content

ηλεκτροπληξία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ηλεκτροπληξία (ilektroplixíaf (plural ηλεκτροπληξίες)

  1. (electricity, pathology) electrocution, electric shock

Declension

[edit]
Declension of ηλεκτροπληξία
singular plural
nominative ηλεκτροπληξία (ilektroplixía) ηλεκτροπληξίες (ilektroplixíes)
genitive ηλεκτροπληξίας (ilektroplixías) ηλεκτροπληξιών (ilektroplixión)
accusative ηλεκτροπληξία (ilektroplixía) ηλεκτροπληξίες (ilektroplixíes)
vocative ηλεκτροπληξία (ilektroplixía) ηλεκτροπληξίες (ilektroplixíes)

Synonyms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]