Jump to content

ηλεκτροεγκεφαλογράφημα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ilektroegkefalográfiman (plural ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα)

  1. (medicine) electroencephalogram (a recording of electrical brain activity made by an electroencephalograph)

Declension

[edit]
singular plural
nominative ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ilektroegkefalográfima) ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα (ilektroegkefalografímata)
genitive ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος (ilektroegkefalografímatos) ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων (ilektroegkefalografimáton)
accusative ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ilektroegkefalográfima) ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα (ilektroegkefalografímata)
vocative ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ilektroegkefalográfima) ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα (ilektroegkefalografímata)