Jump to content

ηλεκτρισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ηλεκτρισμένος (ilektrisménosm (feminine ηλεκτρισμένη, neuter ηλεκτρισμένο)

  1. electrified, electrically charged, electric
  2. (figuratively) thrilled, electrically

Declension

[edit]
Declension of ηλεκτρισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηλεκτρισμένος (ilektrisménos) ηλεκτρισμένη (ilektrisméni) ηλεκτρισμένο (ilektrisméno) ηλεκτρισμένοι (ilektrisménoi) ηλεκτρισμένες (ilektrisménes) ηλεκτρισμένα (ilektrisména)
genitive ηλεκτρισμένου (ilektrisménou) ηλεκτρισμένης (ilektrisménis) ηλεκτρισμένου (ilektrisménou) ηλεκτρισμένων (ilektrisménon) ηλεκτρισμένων (ilektrisménon) ηλεκτρισμένων (ilektrisménon)
accusative ηλεκτρισμένο (ilektrisméno) ηλεκτρισμένη (ilektrisméni) ηλεκτρισμένο (ilektrisméno) ηλεκτρισμένους (ilektrisménous) ηλεκτρισμένες (ilektrisménes) ηλεκτρισμένα (ilektrisména)
vocative ηλεκτρισμένε (ilektrisméne) ηλεκτρισμένη (ilektrisméni) ηλεκτρισμένο (ilektrisméno) ηλεκτρισμένοι (ilektrisménoi) ηλεκτρισμένες (ilektrisménes) ηλεκτρισμένα (ilektrisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ηλεκτρισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ηλεκτρισμένος, etc.)

[edit]