Jump to content

ηλεκτραγωγός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ηλεκτραγωγός (ilektragogósm (feminine ηλεκτραγωγός, neuter ηλεκτραγωγό)

  1. (electricity) electrically conducting, electrically conductive
    ηλεκτραγωγό σώμαilektragogó sómaelectrical conductor
    το πιό ηλεκτραγωγό υλικόto pió ilektragogó ylikóthe most electrically conductive materials
  2. (as a noun) electrical conductor

Declension

[edit]
Declension of ηλεκτραγωγός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηλεκτραγωγός (ilektragogós) ηλεκτραγωγός (ilektragogós) ηλεκτραγωγό (ilektragogó) ηλεκτραγωγοί (ilektragogoí) ηλεκτραγωγοί (ilektragogoí) ηλεκτραγωγά (ilektragogá)
genitive ηλεκτραγωγού (ilektragogoú) ηλεκτραγωγού (ilektragogoú) ηλεκτραγωγού (ilektragogoú) ηλεκτραγωγών (ilektragogón) ηλεκτραγωγών (ilektragogón) ηλεκτραγωγών (ilektragogón)
accusative ηλεκτραγωγό (ilektragogó) ηλεκτραγωγό (ilektragogó) ηλεκτραγωγό (ilektragogó) ηλεκτραγωγούς (ilektragogoús) ηλεκτραγωγούς (ilektragogoús) ηλεκτραγωγά (ilektragogá)
vocative ηλεκτραγωγέ (ilektragogé) ηλεκτραγωγέ (ilektragogé) ηλεκτραγωγό (ilektragogó) ηλεκτραγωγοί (ilektragogoí) ηλεκτραγωγοί (ilektragogoí) ηλεκτραγωγά (ilektragogá)
[edit]