Jump to content

ηθοπλαστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ηθοπλαστικός (ithoplastikósm (feminine ηθοπλαστική, neuter ηθοπλαστικό)

  1. moralistic, morally uplifting

Declension

[edit]
Declension of ηθοπλαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηθοπλαστικός (ithoplastikós) ηθοπλαστική (ithoplastikí) ηθοπλαστικό (ithoplastikó) ηθοπλαστικοί (ithoplastikoí) ηθοπλαστικές (ithoplastikés) ηθοπλαστικά (ithoplastiká)
genitive ηθοπλαστικού (ithoplastikoú) ηθοπλαστικής (ithoplastikís) ηθοπλαστικού (ithoplastikoú) ηθοπλαστικών (ithoplastikón) ηθοπλαστικών (ithoplastikón) ηθοπλαστικών (ithoplastikón)
accusative ηθοπλαστικό (ithoplastikó) ηθοπλαστική (ithoplastikí) ηθοπλαστικό (ithoplastikó) ηθοπλαστικούς (ithoplastikoús) ηθοπλαστικές (ithoplastikés) ηθοπλαστικά (ithoplastiká)
vocative ηθοπλαστικέ (ithoplastiké) ηθοπλαστική (ithoplastikí) ηθοπλαστικό (ithoplastikó) ηθοπλαστικοί (ithoplastikoí) ηθοπλαστικές (ithoplastikés) ηθοπλαστικά (ithoplastiká)
[edit]