ηθοπλαστικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ηθοπλαστικός • (ithoplastikós) m (feminine ηθοπλαστική, neuter ηθοπλαστικό)
Declension
[edit]Declension of ηθοπλαστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηθοπλαστικός • | ηθοπλαστική • | ηθοπλαστικό • | ηθοπλαστικοί • | ηθοπλαστικές • | ηθοπλαστικά • |
genitive | ηθοπλαστικού • | ηθοπλαστικής • | ηθοπλαστικού • | ηθοπλαστικών • | ηθοπλαστικών • | ηθοπλαστικών • |
accusative | ηθοπλαστικό • | ηθοπλαστική • | ηθοπλαστικό • | ηθοπλαστικούς • | ηθοπλαστικές • | ηθοπλαστικά • |
vocative | ηθοπλαστικέ • | ηθοπλαστική • | ηθοπλαστικό • | ηθοπλαστικοί • | ηθοπλαστικές • | ηθοπλαστικά • |
Related terms
[edit]- see: ήθος n (íthos, “ethos”)