Jump to content

ηβικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ηβικός (ivikósm (feminine ηβική, neuter ηβικό)

  1. pubic

Declension

[edit]
Declension of ηβικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηβικός (ivikós) ηβική (ivikí) ηβικό (ivikó) ηβικοί (ivikoí) ηβικές (ivikés) ηβικά (iviká)
genitive ηβικού (ivikoú) ηβικής (ivikís) ηβικού (ivikoú) ηβικών (ivikón) ηβικών (ivikón) ηβικών (ivikón)
accusative ηβικό (ivikó) ηβική (ivikí) ηβικό (ivikó) ηβικούς (ivikoús) ηβικές (ivikés) ηβικά (iviká)
vocative ηβικέ (iviké) ηβική (ivikí) ηβικό (ivikó) ηβικοί (ivikoí) ηβικές (ivikés) ηβικά (iviká)
[edit]
  • ήβη f (ívi, puberty; pubis)