ζιμπάλα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Borrowed from Egyptian Arabic زبالة (zibāla).
Noun
[edit]ζιμπάλα • (zimpála) f (plural ζιμπάλες)
Related terms
[edit]- σκουπίδι (skoupídi)
References
[edit]- Δελβερούδη, Ρέα (Delveroúdi, Réa) (2019 October 22) Αιγυπτιώτικα: ένα γλωσσικό ιδίωμα υπό εξαφάνιση (;) (Language, society and ethnography)[1] (in Greek), University of the Aegean