Jump to content

ζιζανιοκτόνο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ζιζανιοκτόνο (zizanioktónon (plural ζιζανιοκτόνα)

  1. (horticulture) weedkiller, herbicide

Declension

[edit]
Declension of ζιζανιοκτόνο
singular plural
nominative ζιζανιοκτόνο (zizanioktóno) ζιζανιοκτόνα (zizanioktóna)
genitive ζιζανιοκτόνου (zizanioktónou) ζιζανιοκτόνων (zizanioktónon)
accusative ζιζανιοκτόνο (zizanioktóno) ζιζανιοκτόνα (zizanioktóna)
vocative ζιζανιοκτόνο (zizanioktóno) ζιζανιοκτόνα (zizanioktóna)
[edit]