Jump to content

ζαχαρωτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ζαχαρωτός (zacharotósm (feminine ζαχαρωτή, neuter ζαχαρωτό)

  1. baked or boiled with sugar

Declension

[edit]
Declension of ζαχαρωτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ζαχαρωτός (zacharotós) ζαχαρωτή (zacharotí) ζαχαρωτό (zacharotó) ζαχαρωτοί (zacharotoí) ζαχαρωτές (zacharotés) ζαχαρωτά (zacharotá)
genitive ζαχαρωτού (zacharotoú) ζαχαρωτής (zacharotís) ζαχαρωτού (zacharotoú) ζαχαρωτών (zacharotón) ζαχαρωτών (zacharotón) ζαχαρωτών (zacharotón)
accusative ζαχαρωτό (zacharotó) ζαχαρωτή (zacharotí) ζαχαρωτό (zacharotó) ζαχαρωτούς (zacharotoús) ζαχαρωτές (zacharotés) ζαχαρωτά (zacharotá)
vocative ζαχαρωτέ (zacharoté) ζαχαρωτή (zacharotí) ζαχαρωτό (zacharotó) ζαχαρωτοί (zacharotoí) ζαχαρωτές (zacharotés) ζαχαρωτά (zacharotá)
[edit]
see: ζάχαρη f (záchari, sugar)