ζαχαροπλαστείο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ζαχαροπλαστείο • (zacharoplasteío) n (plural ζαχαροπλαστεία)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ζαχαροπλαστείο (zacharoplasteío) | ζαχαροπλαστεία (zacharoplasteía) |
genitive | ζαχαροπλαστείου (zacharoplasteíou) | ζαχαροπλαστείων (zacharoplasteíon) |
accusative | ζαχαροπλαστείο (zacharoplasteío) | ζαχαροπλαστεία (zacharoplasteía) |
vocative | ζαχαροπλαστείο (zacharoplasteío) | ζαχαροπλαστεία (zacharoplasteía) |
Related terms
[edit]- ζαχαροπλάστης m (zacharoplástis, “confectioner”)
- ζαχαροπλάστισσα f (zacharoplástissa, “confectioner”)
- ζαχαροπλάστρια f (zacharoplástria, “confectioner”)
- (rare) ζαχαροπλάσταινα f (zacharoplástaina, “confectioner”)
- and see: ζάχαρη f (záchari, “table sugar”)