εύφλεκτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek εὔφλεκτος (eúphlektos).

Adjective

[edit]

εύφλεκτος (éfflektosm

  1. flammable, inflammable
  2. combustible
  3. (figuratively) excitable, volatile, touchy

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εύφλεκτος (éfflektos) εύφλεκτη (éfflekti) εύφλεκτο (éfflekto) εύφλεκτοι (éfflektoi) εύφλεκτες (éfflektes) εύφλεκτα (éfflekta)
genitive εύφλεκτου (éfflektou) εύφλεκτης (éfflektis) εύφλεκτου (éfflektou) εύφλεκτων (éfflekton) εύφλεκτων (éfflekton) εύφλεκτων (éfflekton)
accusative εύφλεκτο (éfflekto) εύφλεκτη (éfflekti) εύφλεκτο (éfflekto) εύφλεκτους (éfflektous) εύφλεκτες (éfflektes) εύφλεκτα (éfflekta)
vocative εύφλεκτε (éfflekte) εύφλεκτη (éfflekti) εύφλεκτο (éfflekto) εύφλεκτοι (éfflektoi) εύφλεκτες (éfflektes) εύφλεκτα (éfflekta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εύφλεκτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εύφλεκτος, etc.)

Antonyms

[edit]