εφοπλίστρια

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εφοπλίστρια (efoplístriaf (plural εφοπλίστριες, masculine εφοπλιστής)

  1. (nautical) shipowner

Declension

[edit]
singular plural
nominative εφοπλίστρια (efoplístria) εφοπλίστριες (efoplístries)
genitive εφοπλίστριας (efoplístrias) εφοπλιστριών (efoplistrión)
accusative εφοπλίστρια (efoplístria) εφοπλίστριες (efoplístries)
vocative εφοπλίστρια (efoplístria) εφοπλίστριες (efoplístries)
[edit]