Jump to content

εφιαλτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εφιαλτικός (efialtikósm (feminine εφιαλτική, neuter εφιαλτικό)

  1. nightmarish

Declension

[edit]
Declension of εφιαλτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εφιαλτικός (efialtikós) εφιαλτική (efialtikí) εφιαλτικό (efialtikó) εφιαλτικοί (efialtikoí) εφιαλτικές (efialtikés) εφιαλτικά (efialtiká)
genitive εφιαλτικού (efialtikoú) εφιαλτικής (efialtikís) εφιαλτικού (efialtikoú) εφιαλτικών (efialtikón) εφιαλτικών (efialtikón) εφιαλτικών (efialtikón)
accusative εφιαλτικό (efialtikó) εφιαλτική (efialtikí) εφιαλτικό (efialtikó) εφιαλτικούς (efialtikoús) εφιαλτικές (efialtikés) εφιαλτικά (efialtiká)
vocative εφιαλτικέ (efialtiké) εφιαλτική (efialtikí) εφιαλτικό (efialtikó) εφιαλτικοί (efialtikoí) εφιαλτικές (efialtikés) εφιαλτικά (efialtiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εφιαλτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εφιαλτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εφιαλτικότερος (efialtikóteros) εφιαλτικότερη (efialtikóteri) εφιαλτικότερο (efialtikótero) εφιαλτικότεροι (efialtikóteroi) εφιαλτικότερες (efialtikóteres) εφιαλτικότερα (efialtikótera)
genitive εφιαλτικότερου (efialtikóterou) εφιαλτικότερης (efialtikóteris) εφιαλτικότερου (efialtikóterou) εφιαλτικότερων (efialtikóteron) εφιαλτικότερων (efialtikóteron) εφιαλτικότερων (efialtikóteron)
accusative εφιαλτικότερο (efialtikótero) εφιαλτικότερη (efialtikóteri) εφιαλτικότερο (efialtikótero) εφιαλτικότερους (efialtikóterous) εφιαλτικότερες (efialtikóteres) εφιαλτικότερα (efialtikótera)
vocative εφιαλτικότερε (efialtikótere) εφιαλτικότερη (efialtikóteri) εφιαλτικότερο (efialtikótero) εφιαλτικότεροι (efialtikóteroi) εφιαλτικότερες (efialtikóteres) εφιαλτικότερα (efialtikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο εφιαλτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εφιαλτικότατος (efialtikótatos) εφιαλτικότατη (efialtikótati) εφιαλτικότατο (efialtikótato) εφιαλτικότατοι (efialtikótatoi) εφιαλτικότατες (efialtikótates) εφιαλτικότατα (efialtikótata)
genitive εφιαλτικότατου (efialtikótatou) εφιαλτικότατης (efialtikótatis) εφιαλτικότατου (efialtikótatou) εφιαλτικότατων (efialtikótaton) εφιαλτικότατων (efialtikótaton) εφιαλτικότατων (efialtikótaton)
accusative εφιαλτικότατο (efialtikótato) εφιαλτικότατη (efialtikótati) εφιαλτικότατο (efialtikótato) εφιαλτικότατους (efialtikótatous) εφιαλτικότατες (efialtikótates) εφιαλτικότατα (efialtikótata)
vocative εφιαλτικότατε (efialtikótate) εφιαλτικότατη (efialtikótati) εφιαλτικότατο (efialtikótato) εφιαλτικότατοι (efialtikótatoi) εφιαλτικότατες (efialtikótates) εφιαλτικότατα (efialtikótata)
[edit]