Jump to content

εφευρετικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εφευρετικός (efevretikósm (feminine εφευρετική, neuter εφευρετικό)

  1. inventive (of a person)

Declension

[edit]
Declension of εφευρετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εφευρετικός (efevretikós) εφευρετική (efevretikí) εφευρετικό (efevretikó) εφευρετικοί (efevretikoí) εφευρετικές (efevretikés) εφευρετικά (efevretiká)
genitive εφευρετικού (efevretikoú) εφευρετικής (efevretikís) εφευρετικού (efevretikoú) εφευρετικών (efevretikón) εφευρετικών (efevretikón) εφευρετικών (efevretikón)
accusative εφευρετικό (efevretikó) εφευρετική (efevretikí) εφευρετικό (efevretikó) εφευρετικούς (efevretikoús) εφευρετικές (efevretikés) εφευρετικά (efevretiká)
vocative εφευρετικέ (efevretiké) εφευρετική (efevretikí) εφευρετικό (efevretikó) εφευρετικοί (efevretikoí) εφευρετικές (efevretikés) εφευρετικά (efevretiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εφευρετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εφευρετικός, etc.)