ευχαριστήθηκα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ευχαριστήθηκα • (efcharistíthika)
- first-person singular simple past of ευχαριστιέμαι (efcharistiémai) and ευχαριστούμαι (efcharistoúmai), the passive of ευχαριστώ (efcharistó)