ευχαριστήθηκα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ευχαριστήθηκα • (efcharistíthika)
- 1st person singular simple past form of ευχαριστιέμαι (efcharistiémai) / ευχαριστούμαι passive of ευχαριστώ.