ευυπόληπτος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from ευ- (ef-) + υπολήπ(τομαι) (ypolíp(tomai)) + -τος (-tos). Compare Ancient Greek εὐυπόληπτος (euupólēptos, “easy to take up”).[1][2]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ευυπόληπτος • (evypóliptos) m (feminine ευυπόληπτη, neuter ευυπόληπτο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ευυπόληπτος (evypóliptos) | ευυπόληπτη (evypólipti) | ευυπόληπτο (evypólipto) | ευυπόληπτοι (evypóliptoi) | ευυπόληπτες (evypóliptes) | ευυπόληπτα (evypólipta) | |
genitive | ευυπόληπτου (evypóliptou) | ευυπόληπτης (evypóliptis) | ευυπόληπτου (evypóliptou) | ευυπόληπτων (evypólipton) | ευυπόληπτων (evypólipton) | ευυπόληπτων (evypólipton) | |
accusative | ευυπόληπτο (evypólipto) | ευυπόληπτη (evypólipti) | ευυπόληπτο (evypólipto) | ευυπόληπτους (evypóliptous) | ευυπόληπτες (evypóliptes) | ευυπόληπτα (evypólipta) | |
vocative | ευυπόληπτε (evypólipte) | ευυπόληπτη (evypólipti) | ευυπόληπτο (evypólipto) | ευυπόληπτοι (evypóliptoi) | ευυπόληπτες (evypóliptes) | ευυπόληπτα (evypólipta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευυπόληπτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευυπόληπτος, etc.)
Antonyms
[edit]- ανυπόληπτος (anypóliptos)
References
[edit]- ^ ευυπόληπτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ ευυπόληπτος - Kriaras, Emmanuel (1969-) Επιτομή του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (Epitomí tou Lexikoú tis Mesaionikís Ellinikís Dimódous Grammateías) [Concise Dictionary of the Kriaras' Dictionary of Medieval Vulgar Greek Literature (1100–1669) Vols. 1–14. Vols 15- under I. Kazazes.)] (in Greek), Thessaloniki: Centre for the Greek language Online edition (abbreviations) Printed edition 2022: 22 vols.)