Jump to content

ευυπόληπτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from ευ- (ef-) +‎ υπολήπ(τομαι) (ypolíp(tomai)) +‎ -τος (-tos). Compare Ancient Greek εὐυπόληπτος (euupólēptos, easy to take up).[1][2]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.viˈpo.li.ptos/
  • Hyphenation: ευ‧υ‧πό‧λη‧πτος

Adjective

[edit]

ευυπόληπτος (evypóliptosm (feminine ευυπόληπτη, neuter ευυπόληπτο)

  1. respectable
  2. reputable

Declension

[edit]
Declension of ευυπόληπτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευυπόληπτος (evypóliptos) ευυπόληπτη (evypólipti) ευυπόληπτο (evypólipto) ευυπόληπτοι (evypóliptoi) ευυπόληπτες (evypóliptes) ευυπόληπτα (evypólipta)
genitive ευυπόληπτου (evypóliptou) ευυπόληπτης (evypóliptis) ευυπόληπτου (evypóliptou) ευυπόληπτων (evypólipton) ευυπόληπτων (evypólipton) ευυπόληπτων (evypólipton)
accusative ευυπόληπτο (evypólipto) ευυπόληπτη (evypólipti) ευυπόληπτο (evypólipto) ευυπόληπτους (evypóliptous) ευυπόληπτες (evypóliptes) ευυπόληπτα (evypólipta)
vocative ευυπόληπτε (evypólipte) ευυπόληπτη (evypólipti) ευυπόληπτο (evypólipto) ευυπόληπτοι (evypóliptoi) ευυπόληπτες (evypóliptes) ευυπόληπτα (evypólipta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευυπόληπτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευυπόληπτος, etc.)

Antonyms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ ευυπόληπτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
  2. ^ ευυπόληπτοςKriaras, Emmanuel (1969-) Επιτομή του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (Epitomí tou Lexikoú tis Mesaionikís Ellinikís Dimódous Grammateías) [Concise Dictionary of the Kriaras' Dictionary of Medieval Vulgar Greek Literature (1100–1669) Vols. 1–14. Vols 15- under I. Kazazes.)] (in Greek), Thessaloniki: Centre for the Greek language Online edition (abbreviations) Printed edition 2022: 22 vols.)