Jump to content

ευρύχωρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek εὐρύχωρος (eurúkhōros).

Adjective

[edit]

ευρύχωρος (evrýchorosm (feminine ευρύχωρη, neuter ευρύχωρο)

  1. spacious, roomy
  2. capacious

Declension

[edit]
Declension of ευρύχωρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευρύχωρος (evrýchoros) ευρύχωρη (evrýchori) ευρύχωρο (evrýchoro) ευρύχωροι (evrýchoroi) ευρύχωρες (evrýchores) ευρύχωρα (evrýchora)
genitive ευρύχωρου (evrýchorou) ευρύχωρης (evrýchoris) ευρύχωρου (evrýchorou) ευρύχωρων (evrýchoron) ευρύχωρων (evrýchoron) ευρύχωρων (evrýchoron)
accusative ευρύχωρο (evrýchoro) ευρύχωρη (evrýchori) ευρύχωρο (evrýchoro) ευρύχωρους (evrýchorous) ευρύχωρες (evrýchores) ευρύχωρα (evrýchora)
vocative ευρύχωρε (evrýchore) ευρύχωρη (evrýchori) ευρύχωρο (evrýchoro) ευρύχωροι (evrýchoroi) ευρύχωρες (evrýchores) ευρύχωρα (evrýchora)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευρύχωρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευρύχωρος, etc.)

Antonyms

[edit]