Jump to content

ευρασιατικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ευρασιατικός (evrasiatikósm (feminine ευρασιατική, neuter ευρασιατικό)

  1. Eurasian

Declension

[edit]
Declension of ευρασιατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευρασιατικός (evrasiatikós) ευρασιατική (evrasiatikí) ευρασιατικό (evrasiatikó) ευρασιατικοί (evrasiatikoí) ευρασιατικές (evrasiatikés) ευρασιατικά (evrasiatiká)
genitive ευρασιατικού (evrasiatikoú) ευρασιατικής (evrasiatikís) ευρασιατικού (evrasiatikoú) ευρασιατικών (evrasiatikón) ευρασιατικών (evrasiatikón) ευρασιατικών (evrasiatikón)
accusative ευρασιατικό (evrasiatikó) ευρασιατική (evrasiatikí) ευρασιατικό (evrasiatikó) ευρασιατικούς (evrasiatikoús) ευρασιατικές (evrasiatikés) ευρασιατικά (evrasiatiká)
vocative ευρασιατικέ (evrasiatiké) ευρασιατική (evrasiatikí) ευρασιατικό (evrasiatikó) ευρασιατικοί (evrasiatikoí) ευρασιατικές (evrasiatikés) ευρασιατικά (evrasiatiká)
[edit]