ευρασιατικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ευρασιατικός • (evrasiatikós) m (feminine ευρασιατική, neuter ευρασιατικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ευρασιατικός (evrasiatikós) | ευρασιατική (evrasiatikí) | ευρασιατικό (evrasiatikó) | ευρασιατικοί (evrasiatikoí) | ευρασιατικές (evrasiatikés) | ευρασιατικά (evrasiatiká) | |
genitive | ευρασιατικού (evrasiatikoú) | ευρασιατικής (evrasiatikís) | ευρασιατικού (evrasiatikoú) | ευρασιατικών (evrasiatikón) | ευρασιατικών (evrasiatikón) | ευρασιατικών (evrasiatikón) | |
accusative | ευρασιατικό (evrasiatikó) | ευρασιατική (evrasiatikí) | ευρασιατικό (evrasiatikó) | ευρασιατικούς (evrasiatikoús) | ευρασιατικές (evrasiatikés) | ευρασιατικά (evrasiatiká) | |
vocative | ευρασιατικέ (evrasiatiké) | ευρασιατική (evrasiatikí) | ευρασιατικό (evrasiatikó) | ευρασιατικοί (evrasiatikoí) | ευρασιατικές (evrasiatikés) | ευρασιατικά (evrasiatiká) |
Related terms
[edit]- Ευρασία f (Evrasía, “Eurasia”)