Jump to content

ευπροσάρμοστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ευπροσάρμοστος (efprosármostosm (feminine ευπροσάρμοστη, neuter ευπροσάρμοστο)

  1. adaptable

Declension

[edit]
Declension of ευπροσάρμοστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευπροσάρμοστος (efprosármostos) ευπροσάρμοστη (efprosármosti) ευπροσάρμοστο (efprosármosto) ευπροσάρμοστοι (efprosármostoi) ευπροσάρμοστες (efprosármostes) ευπροσάρμοστα (efprosármosta)
genitive ευπροσάρμοστου (efprosármostou) ευπροσάρμοστης (efprosármostis) ευπροσάρμοστου (efprosármostou) ευπροσάρμοστων (efprosármoston) ευπροσάρμοστων (efprosármoston) ευπροσάρμοστων (efprosármoston)
accusative ευπροσάρμοστο (efprosármosto) ευπροσάρμοστη (efprosármosti) ευπροσάρμοστο (efprosármosto) ευπροσάρμοστους (efprosármostous) ευπροσάρμοστες (efprosármostes) ευπροσάρμοστα (efprosármosta)
vocative ευπροσάρμοστε (efprosármoste) ευπροσάρμοστη (efprosármosti) ευπροσάρμοστο (efprosármosto) ευπροσάρμοστοι (efprosármostoi) ευπροσάρμοστες (efprosármostes) ευπροσάρμοστα (efprosármosta)
[edit]