Jump to content

ευερεθιστότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ευερέθιστος (everéthistos) +‎ -ότητα (-ótita).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.ve.ɾe.θiˈsto.ti.ta/
  • Hyphenation: ευ‧ε‧ρε‧θι‧στό‧τη‧τα

Noun

[edit]

ευερεθιστότητα (everethistótitaf

  1. irritability (the state or quality of being irritable)

Declension

[edit]
Declension of ευερεθιστότητα
singular plural
nominative ευερεθιστότητα (everethistótita) ευερεθιστότητες (everethistótites)
genitive ευερεθιστότητας (everethistótitas) ευερεθιστοτήτων (everethistotíton)
accusative ευερεθιστότητα (everethistótita) ευερεθιστότητες (everethistótites)
vocative ευερεθιστότητα (everethistótita) ευερεθιστότητες (everethistótites)