Jump to content

ευελιξία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from ευέλικ(τος) (evélik(tos), flexible) + -σία-ξία.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.ve.liˈksi.a/
  • Hyphenation: ευ‧ε‧λι‧ξί‧α

Noun

[edit]

ευελιξία (evelixíaf

  1. flexibility
    Synonyms: ευκαμψία f (efkampsía), ευλυγισία f (evlygisía)
    Antonym: ακαμψία f (akampsía)

Declension

[edit]
Declension of ευελιξία
singular plural
nominative ευελιξία (evelixía) ευελιξίες (evelixíes)
genitive ευελιξίας (evelixías) ευελιξιών (evelixión)
accusative ευελιξία (evelixía) ευελιξίες (evelixíes)
vocative ευελιξία (evelixía) ευελιξίες (evelixíes)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ ευελιξία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language