Jump to content

ευέξαπτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ευέξαπτος (evéxaptosm (feminine ευέξαπτη, neuter ευέξαπτο)

  1. quick-tempered, short-tempered, irascible, combustible
    Synonym: οξύθυμος (oxýthymos)

Declension

[edit]
Declension of ευέξαπτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευέξαπτος (evéxaptos) ευέξαπτη (evéxapti) ευέξαπτο (evéxapto) ευέξαπτοι (evéxaptoi) ευέξαπτες (evéxaptes) ευέξαπτα (evéxapta)
genitive ευέξαπτου (evéxaptou) ευέξαπτης (evéxaptis) ευέξαπτου (evéxaptou) ευέξαπτων (evéxapton) ευέξαπτων (evéxapton) ευέξαπτων (evéxapton)
accusative ευέξαπτο (evéxapto) ευέξαπτη (evéxapti) ευέξαπτο (evéxapto) ευέξαπτους (evéxaptous) ευέξαπτες (evéxaptes) ευέξαπτα (evéxapta)
vocative ευέξαπτε (evéxapte) ευέξαπτη (evéxapti) ευέξαπτο (evéxapto) ευέξαπτοι (evéxaptoi) ευέξαπτες (evéxaptes) ευέξαπτα (evéxapta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευέξαπτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευέξαπτος, etc.)