Jump to content

ευάλωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ευάλωτος (eválotosm (feminine ευάλωτη, neuter ευάλωτο)

  1. vulnerable
    Synonyms: ευπαθής (efpathís), τρωτός (trotós), ευπρόσβλητος (efprósvlitos)
    Antonym: απρόσβλητος (aprósvlitos)
  2. (military) assailable, pregnable
  3. bribable, corruptable

Declension

[edit]
Declension of ευάλωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευάλωτος (eválotos) ευάλωτη (eváloti) ευάλωτο (eváloto) ευάλωτοι (eválotoi) ευάλωτες (eválotes) ευάλωτα (eválota)
genitive ευάλωτου (eválotou) ευάλωτης (eválotis) ευάλωτου (eválotou) ευάλωτων (eváloton) ευάλωτων (eváloton) ευάλωτων (eváloton)
accusative ευάλωτο (eváloto) ευάλωτη (eváloti) ευάλωτο (eváloto) ευάλωτους (eválotous) ευάλωτες (eválotes) ευάλωτα (eválota)
vocative ευάλωτε (eválote) ευάλωτη (eváloti) ευάλωτο (eváloto) ευάλωτοι (eválotoi) ευάλωτες (eválotes) ευάλωτα (eválota)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευάλωτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευάλωτος, etc.)

Further reading

[edit]