Jump to content

ετρουσκικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ετρουσκικός (etrouskikósm (feminine ετρουσκική, neuter ετρουσκικό)

  1. Etruscan (relating to Etruria or its people or language)

Declension

[edit]
Declension of ετρουσκικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ετρουσκικός (etrouskikós) ετρουσκική (etrouskikí) ετρουσκικό (etrouskikó) ετρουσκικοί (etrouskikoí) ετρουσκικές (etrouskikés) ετρουσκικά (etrouskiká)
genitive ετρουσκικού (etrouskikoú) ετρουσκικής (etrouskikís) ετρουσκικού (etrouskikoú) ετρουσκικών (etrouskikón) ετρουσκικών (etrouskikón) ετρουσκικών (etrouskikón)
accusative ετρουσκικό (etrouskikó) ετρουσκική (etrouskikí) ετρουσκικό (etrouskikó) ετρουσκικούς (etrouskikoús) ετρουσκικές (etrouskikés) ετρουσκικά (etrouskiká)
vocative ετρουσκικέ (etrouskiké) ετρουσκική (etrouskikí) ετρουσκικό (etrouskikó) ετρουσκικοί (etrouskikoí) ετρουσκικές (etrouskikés) ετρουσκικά (etrouskiká)

Synonyms

[edit]
[edit]