ετοιμασία
Appearance
See also: ἑτοιμασία
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ετοιμασία • (etoimasía) f (plural ετοιμασίες)
- preparation (the act of getting ready)
- Κάναμε πολλές ετοιμασίες για να υποδεχθούμε και να περιποιηθούμε τους καλεσμένους μας.
- Káname pollés etoimasíes gia na ypodechthoúme kai na peripoiithoúme tous kalesménous mas.
- We made lots of preparations to receive and entertain our guests.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ετοιμασία (etoimasía) | ετοιμασίες (etoimasíes) |
genitive | ετοιμασίας (etoimasías) | ετοιμασιών (etoimasión) |
accusative | ετοιμασία (etoimasía) | ετοιμασίες (etoimasíes) |
vocative | ετοιμασία (etoimasía) | ετοιμασίες (etoimasíes) |
Related terms
[edit]- see: έτοιμος (étoimos, “ready”)