Jump to content

ετοιμασία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.ti.maˈsi.a/
  • Hyphenation: ε‧τοι‧μα‧σί‧α

Noun

[edit]

ετοιμασία (etoimasíaf (plural ετοιμασίες)

  1. preparation (the act of getting ready)
    Κάναμε πολλές ετοιμασίες για να υποδεχθούμε και να περιποιηθούμε τους καλεσμένους μας.
    Káname pollés etoimasíes gia na ypodechthoúme kai na peripoiithoúme tous kalesménous mas.
    We made lots of preparations to receive and entertain our guests.

Declension

[edit]
Declension of ετοιμασία
singular plural
nominative ετοιμασία (etoimasía) ετοιμασίες (etoimasíes)
genitive ετοιμασίας (etoimasías) ετοιμασιών (etoimasión)
accusative ετοιμασία (etoimasía) ετοιμασίες (etoimasíes)
vocative ετοιμασία (etoimasía) ετοιμασίες (etoimasíes)
[edit]