Jump to content

εσπαντρίγια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εσπαντρίγια (espantrígiaf (plural εσπαντρίγιες)

  1. espadrille

Declension

[edit]
singular plural
nominative εσπαντρίγια (espantrígia) εσπαντρίγιες (espantrígies)
genitive εσπαντρίγιας (espantrígias) -
accusative εσπαντρίγια (espantrígia) εσπαντρίγιες (espantrígies)
vocative εσπαντρίγια (espantrígia) εσπαντρίγιες (espantrígies)