Jump to content

εσθονικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εσθονικός (esthonikósm (feminine εσθονική, neuter εσθονικό)

  1. Estonian (related to the country, its people or language)

Declension

[edit]
Declension of εσθονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εσθονικός (esthonikós) εσθονική (esthonikí) εσθονικό (esthonikó) εσθονικοί (esthonikoí) εσθονικές (esthonikés) εσθονικά (esthoniká)
genitive εσθονικού (esthonikoú) εσθονικής (esthonikís) εσθονικού (esthonikoú) εσθονικών (esthonikón) εσθονικών (esthonikón) εσθονικών (esthonikón)
accusative εσθονικό (esthonikó) εσθονική (esthonikí) εσθονικό (esthonikó) εσθονικούς (esthonikoús) εσθονικές (esthonikés) εσθονικά (esthoniká)
vocative εσθονικέ (esthoniké) εσθονική (esthonikí) εσθονικό (esthonikó) εσθονικοί (esthonikoí) εσθονικές (esthonikés) εσθονικά (esthoniká)
[edit]