Jump to content

ερωτομανία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ερωτομανία (erotomaníaf (uncountable)

  1. (psychiatry) erotomania

Declension

[edit]
Declension of ερωτομανία
singular
nominative ερωτομανία (erotomanía)
genitive ερωτομανίας (erotomanías)
accusative ερωτομανία (erotomanía)
vocative ερωτομανία (erotomanía)