ερωτιάρης

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ερωτιάρης (erotiárism (feminine ερωτιάρα, neuter ερωτιάρικο)

  1. amorous
  2. flirtatious

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ερωτιάρης (erotiáris) ερωτιάρα (erotiára) ερωτιάρικο (erotiáriko) ερωτιάρηδες (erotiárides) ερωτιάρες (erotiáres) ερωτιάρικα (erotiárika)
genitive ερωτιάρη (erotiári) ερωτιάρας (erotiáras) ερωτιάρικου (erotiárikou) ερωτιάρηδων (erotiáridon) ερωτιάρικων (erotiárikon)
accusative ερωτιάρη (erotiári) ερωτιάρα (erotiára) ερωτιάρικο (erotiáriko) ερωτιάρηδες (erotiárides) ερωτιάρες (erotiáres) ερωτιάρικα (erotiárika)
vocative ερωτιάρη (erotiári) ερωτιάρα (erotiára) ερωτιάρικο (erotiáriko) ερωτιάρηδες (erotiárides) ερωτιάρες (erotiáres) ερωτιάρικα (erotiárika)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ερωτιάρης, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ερωτιάρης, etc.)

Synonyms

[edit]