Jump to content

ερωτηματολόγιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ερωτηματολόγιο (erotimatológion (plural ερωτηματολόγια)

  1. questionnaire

Declension

[edit]
singular plural
nominative ερωτηματολόγιο (erotimatológio) ερωτηματολόγια (erotimatológia)
genitive ερωτηματολογίου (erotimatologíou)
ερωτηματολόγιου (erotimatológiou)
ερωτηματολογίων (erotimatologíon)
ερωτηματολόγιων (erotimatológion)
accusative ερωτηματολόγιο (erotimatológio) ερωτηματολόγια (erotimatológia)
vocative ερωτηματολόγιο (erotimatológio) ερωτηματολόγια (erotimatológia)
[edit]