Jump to content

ερρινομελής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Compound from έρρινος (érrinos, nasal) + -μελής (-melís) (from Ancient Greek μέλος (mélos, song, music)).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.ri.no.me.ˈlis/
  • Hyphenation: ερ‧ρι‧νο‧με‧λής

Adjective

[edit]

ερρινομελής (errinomelísm (feminine ερρινομελής, neuter ερρινομελές)

  1. (el, learned, of a cantor, chorister) who chants a hymn with a nasal voice
    Ο ψάλτης ήταν ερρινομελής και άμουσος.
    O psáltis ítan errinomelís kai ámousos.
    The cantor was nasalizing and unmusical.

Declension

[edit]
Declension of ερρινομελής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ερρινομελής (errinomelís) ερρινομελής (errinomelís) ερρινομελές (errinomelés) ερρινομελείς (errinomeleís) ερρινομελείς (errinomeleís) ερρινομελή (errinomelí)
genitive ερρινομελούς (errinomeloús)
ερρινομελή (errinomelí)
ερρινομελούς (errinomeloús) ερρινομελούς (errinomeloús) ερρινομελών (errinomelón) ερρινομελών (errinomelón) ερρινομελών (errinomelón)
accusative ερρινομελή (errinomelí) ερρινομελή (errinomelí) ερρινομελές (errinomelés) ερρινομελείς (errinomeleís) ερρινομελείς (errinomeleís) ερρινομελή (errinomelí)
vocative ερρινομελή (errinomelí)
ερρινομελής (errinomelís)
ερρινομελής (errinomelís) ερρινομελές (errinomelés) ερρινομελείς (errinomeleís) ερρινομελείς (errinomeleís) ερρινομελή (errinomelí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ερρινομελής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ερρινομελής, etc.)

References

[edit]