ερρινομελής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Compound from έρρινος (érrinos, “nasal”) + -μελής (-melís) (from Ancient Greek μέλος (mélos, “song, music”)).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ερρινομελής • (errinomelís) m (feminine ερρινομελής, neuter ερρινομελές)
- (el, learned, of a cantor, chorister) who chants a hymn with a nasal voice
- Ο ψάλτης ήταν ερρινομελής και άμουσος.
- O psáltis ítan errinomelís kai ámousos.
- The cantor was nasalizing and unmusical.
Declension
[edit]Declension of ερρινομελής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ερρινομελής • | ερρινομελής • | ερρινομελές • | ερρινομελείς • | ερρινομελείς • | ερρινομελή • |
genitive | ερρινομελούς • / ερρινομελή • | ερρινομελούς • | ερρινομελούς • | ερρινομελών • | ερρινομελών • | ερρινομελών • |
accusative | ερρινομελή • | ερρινομελή • | ερρινομελές • | ερρινομελείς • | ερρινομελείς • | ερρινομελή • |
vocative | ερρινομελή • / ερρινομελής • | ερρινομελής • | ερρινομελές • | ερρινομελείς • | ερρινομελείς • | ερρινομελή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ερρινομελής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ερρινομελής, etc.) |
References
[edit]- Dimitrakos, Dimitrios B. (21964) Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης [Great Dictionary of the entire Greek Language] (in Greek), Athens: Hellenic Paideia 2nd edition in 15 vols. [1st edition 1930-1950 in 9 volumes] (abbreviations - of authors)