Jump to content

ερημοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ερημοποίηση (erimopoíisif (plural ερημοποιήσεις)

  1. (geography, ecology) desertification
    Synonym: απερήμωση (aperímosi)

Declension

[edit]
Declension of ερημοποίηση
singular plural
nominative ερημοποίηση (erimopoíisi) ερημοποιήσεις (erimopoiíseis)
genitive ερημοποίησης (erimopoíisis) ερημοποιήσεων (erimopoiíseon)
accusative ερημοποίηση (erimopoíisi) ερημοποιήσεις (erimopoiíseis)
vocative ερημοποίηση (erimopoíisi) ερημοποιήσεις (erimopoiíseis)

Older or formal genitive singular: ερημοποιήσεως (erimopoiíseos)

Further reading

[edit]