Jump to content

ερημία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ερημία (erimíaf (plural ερημίες)

  1. Learned form of ερημιά (erimiá)

Declension

[edit]
singular plural
nominative ερημία (erimía) ερημίες (erimíes)
genitive ερημίας (erimías) ερημιών (erimión)
accusative ερημία (erimía) ερημίες (erimíes)
vocative ερημία (erimía) ερημίες (erimíes)