επτακοσιοστός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

επτακοσιοστός (eptakosiostósm (feminine επτακοσιοστή, neuter επτακοσιοστό)

  1. seven hundredth

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επτακοσιοστός (eptakosiostós) επτακοσιοστή (eptakosiostí) επτακοσιοστό (eptakosiostó) επτακοσιοστοί (eptakosiostoí) επτακοσιοστές (eptakosiostés) επτακοσιοστά (eptakosiostá)
genitive επτακοσιοστού (eptakosiostoú) επτακοσιοστής (eptakosiostís) επτακοσιοστού (eptakosiostoú) επτακοσιοστών (eptakosiostón) επτακοσιοστών (eptakosiostón) επτακοσιοστών (eptakosiostón)
accusative επτακοσιοστό (eptakosiostó) επτακοσιοστή (eptakosiostí) επτακοσιοστό (eptakosiostó) επτακοσιοστούς (eptakosiostoús) επτακοσιοστές (eptakosiostés) επτακοσιοστά (eptakosiostá)
vocative επτακοσιοστέ (eptakosiosté) επτακοσιοστή (eptakosiostí) επτακοσιοστό (eptakosiostó) επτακοσιοστοί (eptakosiostoí) επτακοσιοστές (eptakosiostés) επτακοσιοστά (eptakosiostá)

Alternative forms

[edit]

Coordinate terms

[edit]