Jump to content

επιχειρησιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

επιχειρησιακός (epicheirisiakósm (feminine επιχειρησιακή, neuter επιχειρησιακό)

  1. business, operational

Declension

[edit]
Declension of επιχειρησιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιχειρησιακός (epicheirisiakós) επιχειρησιακή (epicheirisiakí) επιχειρησιακό (epicheirisiakó) επιχειρησιακοί (epicheirisiakoí) επιχειρησιακές (epicheirisiakés) επιχειρησιακά (epicheirisiaká)
genitive επιχειρησιακού (epicheirisiakoú) επιχειρησιακής (epicheirisiakís) επιχειρησιακού (epicheirisiakoú) επιχειρησιακών (epicheirisiakón) επιχειρησιακών (epicheirisiakón) επιχειρησιακών (epicheirisiakón)
accusative επιχειρησιακό (epicheirisiakó) επιχειρησιακή (epicheirisiakí) επιχειρησιακό (epicheirisiakó) επιχειρησιακούς (epicheirisiakoús) επιχειρησιακές (epicheirisiakés) επιχειρησιακά (epicheirisiaká)
vocative επιχειρησιακέ (epicheirisiaké) επιχειρησιακή (epicheirisiakí) επιχειρησιακό (epicheirisiakó) επιχειρησιακοί (epicheirisiakoí) επιχειρησιακές (epicheirisiakés) επιχειρησιακά (epicheirisiaká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιχειρησιακός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιχειρησιακός, etc.)

[edit]