Jump to content

επιφώνημα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

επιφώνημα (epifóniman (plural επιφωνήματα)

  1. (grammar) interjection, exclamation

Declension

[edit]
Declension of επιφώνημα
singular plural
nominative επιφώνημα (epifónima) επιφωνήματα (epifonímata)
genitive επιφωνήματος (epifonímatos) επιφωνημάτων (epifonimáton)
accusative επιφώνημα (epifónima) επιφωνήματα (epifonímata)
vocative επιφώνημα (epifónima) επιφωνήματα (epifonímata)