Jump to content

επιτάχυνση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

επιτάχυνση (epitáchynsif

  1. (dynamics) acceleration
  2. (medicine) induction (of the birth process)

Declension

[edit]
Declension of επιτάχυνση
singular plural
nominative επιτάχυνση (epitáchynsi) επιταχύνσεις (epitachýnseis)
genitive επιτάχυνσης (epitáchynsis) επιταχύνσεων (epitachýnseon)
accusative επιτάχυνση (epitáchynsi) επιταχύνσεις (epitachýnseis)
vocative επιτάχυνση (epitáchynsi) επιταχύνσεις (epitachýnseis)

Older or formal genitive singular: επιταχύνσεως (epitachýnseos)

Further reading

[edit]