Jump to content

επιστημολογία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From επιστήμη (epistími) +‎ -λογία (-logía).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.pi.sti.mo.lo.ˈʝi.a/

Noun

[edit]

επιστημολογία (epistimologíaf (plural επιστημολογίες)

  1. epistemology

Declension

[edit]
Declension of επιστημολογία
singular plural
nominative επιστημολογία (epistimología) επιστημολογίες (epistimologíes)
genitive επιστημολογίας (epistimologías) επιστημολογιών (epistimologión)
accusative επιστημολογία (epistimología) επιστημολογίες (epistimologíes)
vocative επιστημολογία (epistimología) επιστημολογίες (epistimologíes)

Further reading

[edit]