επιπλοποιείο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from έπιπλ(ο) (épipl(o)) + -ο- (-o-) + -ποιείο (-poieío).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]επιπλοποιείο • (epiplopoieío) n (plural επιπλοποιεία)
Declension
[edit]Declension of επιπλοποιείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιπλοποιείο • | επιπλοποιεία • |
genitive | επιπλοποιείου • | επιπλοποιείων • |
accusative | επιπλοποιείο • | επιπλοποιεία • |
vocative | επιπλοποιείο • | επιπλοποιεία • |
Related terms
[edit]- επιπλοποιία f (epiplopoiía)
- επιπλοποιός m (epiplopoiós)
References
[edit]- ^ επιπλοποιείο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language