Jump to content

επιμόλυνση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

επι- (epi-, mutual) +‎ μόλυνση (mólynsi, infection)

Noun

[edit]

επιμόλυνση (epimólynsif (plural επιμολύνσεις)

  1. cross-contamination, cross-infection, contamination, transfection

Declension

[edit]
Declension of επιμόλυνση
singular plural
nominative επιμόλυνση (epimólynsi) επιμολύνσεις (epimolýnseis)
genitive επιμόλυνσης (epimólynsis) επιμολύνσεων (epimolýnseon)
accusative επιμόλυνση (epimólynsi) επιμολύνσεις (epimolýnseis)
vocative επιμόλυνση (epimólynsi) επιμολύνσεις (epimolýnseis)

Older or formal genitive singular: επιμολύνσεως (epimolýnseos)

[edit]