Jump to content

επιληπτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

επιληπτικός (epiliptikósm (feminine επιληπτική, neuter επιληπτικό)

  1. epileptic

Declension

[edit]
Declension of επιληπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιληπτικός (epiliptikós) επιληπτική (epiliptikí) επιληπτικό (epiliptikó) επιληπτικοί (epiliptikoí) επιληπτικές (epiliptikés) επιληπτικά (epiliptiká)
genitive επιληπτικού (epiliptikoú) επιληπτικής (epiliptikís) επιληπτικού (epiliptikoú) επιληπτικών (epiliptikón) επιληπτικών (epiliptikón) επιληπτικών (epiliptikón)
accusative επιληπτικό (epiliptikó) επιληπτική (epiliptikí) επιληπτικό (epiliptikó) επιληπτικούς (epiliptikoús) επιληπτικές (epiliptikés) επιληπτικά (epiliptiká)
vocative επιληπτικέ (epiliptiké) επιληπτική (epiliptikí) επιληπτικό (epiliptikó) επιληπτικοί (epiliptikoí) επιληπτικές (epiliptikés) επιληπτικά (epiliptiká)

Noun

[edit]

επιληπτικός (epiliptikósm (plural επιληπτικοί)

  1. A person who has epilepsy, an epileptic

Declension

[edit]
Declension of επιληπτικός
singular plural
nominative επιληπτικός (epiliptikós) επιληπτικοί (epiliptikoí)
genitive επιληπτικού (epiliptikoú) επιληπτικών (epiliptikón)
accusative επιληπτικό (epiliptikó) επιληπτικούς (epiliptikoús)
vocative επιληπτικέ (epiliptiké) επιληπτικοί (epiliptikoí)