Jump to content

επιλαχών

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

επιλαχών (epilachónm (feminine επιλαχούσα, neuter επιλαχόν)

  1. runner-up
    Ο επιλαχών υποψήφιος θα επιλεχθεί για την κενή έδρα.
    O epilachón ypopsífios tha epilechtheí gia tin kení édra.
    The runner-up candidate will be selected for the vacant seat.

Declension

[edit]
Declension of επιλαχών
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιλαχών (epilachón) επιλαχούσα (epilachoúsa) επιλαχόν (epilachón) επιλαχόντες (epilachóntes) επιλαχούσες (epilachoúses) επιλαχόντα (epilachónta)
genitive επιλαχόντος (epilachóntos) επιλαχούσας (epilachoúsas)
επιλαχούσης (epilachoúsis)
επιλαχόντος (epilachóntos) επιλαχόντων (epilachónton) επιλαχουσών (epilachousón) επιλαχόντων (epilachónton)
accusative επιλαχόντα (epilachónta) επιλαχούσα (epilachoúsa) επιλαχόν (epilachón) επιλαχόντες (epilachóntes) επιλαχούσες (epilachoúses) επιλαχόντα (epilachónta)
vocative επιλαχών (epilachón) επιλαχούσα (epilachoúsa) επιλαχόν (epilachón) επιλαχόντες (epilachóntes) επιλαχούσες (epilachoúses) επιλαχόντα (epilachónta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιλαχών, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιλαχών, etc.)