Jump to content

επικός

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἐπικός

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From the Ancient Greek ἐπικός (epikós). By surface analysis, έπος (épos) +‎ -ικός (-ikós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): [ɛpiˈkɔs]
  • Hyphenation: ε‧πι‧κός

Adjective

[edit]

επικός (epikósm

  1. epic

Declension

[edit]
Declension of επικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επικός (epikós) επική (epikí) επικό (epikó) επικοί (epikoí) επικές (epikés) επικά (epiká)
genitive επικού (epikoú) επικής (epikís) επικού (epikoú) επικών (epikón) επικών (epikón) επικών (epikón)
accusative επικό (epikó) επική (epikí) επικό (epikó) επικούς (epikoús) επικές (epikés) επικά (epiká)
vocative επικέ (epiké) επική (epikí) επικό (epikó) επικοί (epikoí) επικές (epikés) επικά (epiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επικός, etc.)