επικαιρότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From επίκαιρ(ος) (epíkair(os)) + -ότητα (-ótita).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]επικαιρότητα • (epikairótita) f (plural επικαιρότητες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επικαιρότητα (epikairótita) | επικαιρότητες (epikairótites) |
genitive | επικαιρότητας (epikairótitas) | επικαιροτήτων (epikairotíton) |
accusative | επικαιρότητα (epikairótita) | επικαιρότητες (epikairótites) |
vocative | επικαιρότητα (epikairótita) | επικαιρότητες (epikairótites) |
References
[edit]- ^ επικαιρότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language