επικαιρότητα

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From επίκαιρ(ος) (epíkair(os)) +‎ -ότητα (-ótita).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.pi.ceˈɾo.ti.ta/
  • Hyphenation: ε‧πι‧και‧ρό‧τη‧τα

Noun

[edit]

επικαιρότητα (epikairótitaf (plural επικαιρότητες)

  1. current affairs, current events
  2. topicality
  3. timeliness

Declension

[edit]
singular plural
nominative επικαιρότητα (epikairótita) επικαιρότητες (epikairótites)
genitive επικαιρότητας (epikairótitas) επικαιροτήτων (epikairotíton)
accusative επικαιρότητα (epikairótita) επικαιρότητες (epikairótites)
vocative επικαιρότητα (epikairótita) επικαιρότητες (epikairótites)

References

[edit]
  1. ^ επικαιρότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language