Jump to content

επιδιόρθωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Morphologically επι- (epi-) +‎ διόρθωση (diórthosi).

Noun

[edit]

επιδιόρθωση (epidiórthosif (plural επιδιορθώσεις)

  1. repair

Declension

[edit]
Declension of επιδιόρθωση
singular plural
nominative επιδιόρθωση (epidiórthosi) επιδιορθώσεις (epidiorthóseis)
genitive επιδιόρθωσης (epidiórthosis) επιδιορθώσεων (epidiorthóseon)
accusative επιδιόρθωση (epidiórthosi) επιδιορθώσεις (epidiorthóseis)
vocative επιδιόρθωση (epidiórthosi) επιδιορθώσεις (epidiorthóseis)

Older or formal genitive singular: επιδιορθώσεως (epidiorthóseos)

Synonyms

[edit]