Jump to content

επιγράμμιση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

επιγράμμιση (epigrámmisif

  1. strikethrough (thus: struckthrough)

Declension

[edit]
Declension of επιγράμμιση
singular
nominative επιγράμμιση (epigrámmisi)
genitive επιγράμμισης (epigrámmisis)
accusative επιγράμμιση (epigrámmisi)
vocative επιγράμμιση (epigrámmisi)